- σκεπάστρα
- σκεπ-άστρα, ἡ,A surgical bandage, Gal.18(1).777.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκεπάστρα — ἡ, Α είδος χειρουργικού επιδέσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεπάζω + επίθημα τρα (πρβλ. κρεμάσ τρα, ποτίσ τρα)] … Dictionary of Greek
σκεπάστρας — σκεπάστρᾱς , σκεπάστρα surgical bandage fem acc pl σκεπάστρᾱς , σκεπάστρα surgical bandage fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπάστραν — σκεπάστρᾱν , σκεπάστρα surgical bandage fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοσχομπίζελο — Κοινή ονομασία του ετήσιου δικοτυλήδονου φυτού Lathyrus nissolia, της οικογένειας των ψυχανθών. Το μ. έχει μακρύ, λεπτό, συχνά αναρριχώμενο βλαστό, που μπορεί να ξεπερνά το 1,50 μ. σε ύψος. Τα φύλλα του είναι σύνθετα και καταλήγουν σε έλικες, με… … Dictionary of Greek
ντομάτα — Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), από τα πιο γνωστά λαχανοκομικά φυτά. Η επιστημονική ονομασία του είναι σολανό το λυκοπερσικό ή λυκοπερσικό το εδώδιμο. Καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα στις χώρες της Μεσογείου, χάρη στο θερμό… … Dictionary of Greek
παρασκεπάστρα — ἡ, Α ταινία που καλύπτει όλο το κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σκέπαστρα «είδος χειρουργικού επιδέσμου»] … Dictionary of Greek